Πρόσφατα μέσα από τις εξελίξεις κυρίως της Κβαντικής Φυσικής, ο άνθρωπος έχει αρχίσει να κατανοεί πράγματα που για τα περισσότερα χρόνια της μακράς πορείας του φαίνονταν αδιανόητα, όπως ότι αυτός είναι ο «δημιουργός» της πραγματικότητας που στην ουσία είναι μία ψευδαίσθηση και συνεπώς αναφορικά με τον κόσμο υπάρχει κάτι άλλο, σαν αντικειμενική πραγματικότητα, που δεν υπακούει στις γνωστές χωροχρονικές συντεταγμένες. Σήμερα, δηλαδή, μέσα από τη σύγχρονη επιστημονική θεώρηση, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ψευδαισθητικό κατασκεύασμα του νου μας. Επίσης, οι σύγχρονες επιστήμες έχουν οδηγήσει στην απόλυτη κατανόηση της αλήθειας, πως αυτός ο κόσμος στην ουσία είναι μία πλάνη, που δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα αντικειμενικό, αλλά βασίζεται στη σκέψη μας, αφού αυτή είναι που επεξεργάζεται τις αντιλήψεις μας, που υπό τύπον πληροφοριών εισέρχονται στον εγκέφαλό μας, μέσω των αισθήσεων και των νευρικών συνδέσεών τους, φθάνουν στη νοητική οντότητα της ύπαρξής μας και τελικώς εκεί γίνεται η σύνθεση αυτού που αντιλαμβανόμαστε σαν αισθητό κόσμο. Το πιο εκπληκτικό από αυτήν την εξέλιξη της σύγχρονης νόησης είναι ότι τώρα συνδέονται η αρχαία σοφία με τη σύγχρονη επιστήμη, αφού αυτήν ακριβώς τη θεώρηση για την ανθρώπινη ύπαρξη και τον κόσμο είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, όπως πολλαπλώς έχει εκφρασθεί και γίνεται, πλέον, κατανοητό από πολλές πλευρές. Συγκεκριμένα:
Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι ο άνθρωπος διαθέτει δύο όργανα για τη γνώση της αλήθειας, την αίσθηση και τον λόγο και από αυτά τη μεν αίσθηση τη θεωρούσε απατηλή, ενώ απεναντίας δεχόταν, σαν μοναδικό εργαλείο για την αληθινή γνώση, τον λόγο. Στο έργο του με τίτλο «Περί Φύσεως», ο Ηράκλειτος δηλώνει αποφθεγματικά: «Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ήν αεί και έστι και έσται πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», που σημαίνει «αυτόν εδώ τον κόσμο, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κάποιος θεός ή άνθρωπος, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Και σε ελεύθερη ερμηνεία: «Μην προσπαθείτε να αποδώσετε την ύπαρξη αυτού του κόσμου σε κάποιον θεό ή άνθρωπο, γιατί ο κόσμος αυτός, ίδιος για όλους ήταν, είναι και θα είναι πάντα αυθύπαρκτη ενέργεια που ταλαντώνεται ανάμεσα στην εκδήλωση σαν ύλη και την απόσυρση σαν ενέργεια». Άλλωστε, ό Ηράκλειτος είναι αυτός που υπεδείκνυε τον ίδιο τον άνθρωπο ως δημιουργό της πραγματικότητάς του, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε ημέρα αυτό που σκέπτεσαι, αυτό που επιλέγεις και αυτό που κάνεις, είναι αυτό που γίνεσαι».
Απόλυτα συμβατός με τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια και ο αποκαλυπτικός λόγος του προκλασικού ποιητή Πίνδαρου που σε μία ολιγόλογη φράση του αποφαίνεται με περίσσεια σοφία: «Τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος», που σημαίνει: «Τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος» (Πίνδαρος, «Πυθιόνικος» VIII 95).
Ο Παρμενίδης θεωρούσε ότι η φιλοσοφία εκφράζεται διπλά, με τη μία μορφή της να είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενώ η άλλη είναι φανταστική και θεωρούσε ότι μόνο ο λόγος είναι κριτήριο αλήθειας, αφού οι αισθήσεις δεν είναι ακριβείς. Επίσης, ότι η συστατική ουσία των πάντων είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη (κατά την έκφρασή του «Έν το πάν»), μη προσιτή στις αισθήσεις, αλλά προσιτή στη νόηση. Και στο ίδιο πνεύμα, έλεγε σχετικά: «’Ως ἀγένητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἐστιν, ἔστι γάρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμές ἠδ΄ ἀτέλεστον· οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν, ἕν, συνεχές». Δηλαδή: «Η ουσία του σύμπαντος είναι μία, αγέννητη, ακατανόητη, μονογενής τέλεια, ανεπανάληπτη και δεν ήταν ποτέ, ούτε θα είναι κάποτε, γιατί το τότε και το τώρα αποτελούν μαζί το παν, το ένα, τη συνέχεια».
Ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης, μία γνήσια και μία νόθα και η μεν γνήσια αποκτάται μέσω της διάνοιας και έχει αξιοπιστία για την εκφορά σωστής κρίσης, η δε νόθα αποκτάται μέσω των αισθήσεων και δεν φέρει το αλάθητο για τη διάγνωση του αληθινού, ενώ σε αυτήν ακριβώς ανήκουν η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση και η αφή.
Ο Αναξαγόρας έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλα τα στοιχεία στην αρχή ήταν ανακατεμένα και συγκεχυμένα και όλα ήταν μέσα σε όλα. Αυτά που σήμερα είναι διαχωρισμένα, αποτελούσαν μία μάζα αδιαχώριστη και ήρεμη και το μείγμα αυτό δεν θα έβγαινε από την ηρεμία του, αν ο νους δεν έδινε σε αυτό την κίνηση και δεν το διαχώριζε». Άλλωστε, αποφθεγματικά οριοθετούσε τον κόσμο και την αισθητή πραγματικότητα με τη φράση: «Nους εστίν ο διακοσμών τε και πάντων αίτιος», δηλαδή, ο νους είναι αυτός που κατασκευάζει και δημιουργεί τα πάντα.
O προκλασικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής πρέσβευε ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος, αλλά μόνον η ανάμειξη και ο χωρισμός των τεσσάρων βασικών στοιχείων (ριζωμάτων), δηλαδή, της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης. Οι κινητήριες δυνάμεις για την ανάμειξη και τον χωρισμό είναι η Αγάπη-Ένωση (Φιλότης) και η Αντίθεση-Έχθρα (Νεῖκος), έτσι, ο κόσμος υπόκειται σε μία αέναη κυκλική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται από διάφορες φάσεις, μεταξύ της απόλυτης κυριαρχίας της Αγάπης, οπότε τα στοιχεία σχηματίζουν μία ομοιογενή σφαίρα (Σφαίρος) και της απόλυτης κυριαρχίας της Αντίθεσης, οπότε όλα τα πράγματα διαχωρίζονται και περιορίζονται στα τέσσερα στοιχεία. Ο Εμπεδοκλής στα έμμετρα κείμενά του περικλείει πολλά από τα νοήματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης και στο ποίημά του «Περί φύσεως» και ειδικότερα στον στίχο 17 συμπυκνώνει μερικά πολύ χαρακτηριστικά από αυτά: «Διπλ’ έρρέω∙ τοτέ μέν γάρ έν ηύξήθη μόνον είναι, έκ πλεόνων, τοτέ δ’ αύ διέφυ πλέον έξ ενός είναι. Διοί δέ θνητών γένεσης, δοιή δ’ απόλειψις∙ τήν μέν γάρ πάντων σύνοδος τίκτει τ’ ολέκει τε, ή δέ πάλιν διαφυομένων θρεφθείσα διέπτη. Και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει, άλλοτε μέν φιλότητι συνερχόμεν’ είς έν άπαντα, άλλοτε δ’ αύ διχ’ έκαστα φορεύμενα νείκεος έχθει. Ούτως ή μέν έν έκ πλεόνων μεμάθηκε φύεσθαι, ήδέ πάλιν διαφύοντος ενός πλέον έκτελέθουσι, τή μέν γίγνονταί τε καί ού σφισιν έμπεδος αίών∙ ή δέ διαλλάσσοντα διαμπερές ούδαμά λήγει, ταύτη δ’ αίέν έασιν ακίνητοι κατά κύκλον.» Δηλαδή: «Για κάτι διπλό θα σας μιλήσω, άλλοτε τα πολλά αυξάνονται σε ένα κι’ άλλοτε το ένα σε πολλά διαχωρίζεται. Διπλή είναι η γέννα των θνητών, διπλή και η απώλειά τους, από τη μιά όλων η συνένωση τη γέννηση φέρνει μαζί και τη φθορά, και από την άλλη όταν ολοκληρωθεί φεύγει μακριά καθώς χωρίζουν. Κι’ αυτή η εναλλαγή δεν έχει τελειωμό, άλλοτε η αγάπη ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα, κι’ άλλοτε η αντίθεση τα χωρίζει. Και όπως από τα πολλά μόνο το ένα φύεται, από το ένα πάλι που διασπάται πολλά γίνονται. Έτσι όλα γεννιούνται και υπάρχουν και δεν έχουν σταθερή ζωή. Κι’ όσο η αδιάκοπη αυτή εναλλαγή ποτέ δε σταματάει, τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε ακίνητα σε κύκλο.» Άλλωστε, ο ίδιος υπεδείκνυε πού βρίσκεται η ουσία και πού η πλάνη με τη φράση: «Αυτό που εσείς αποκαλείτε ζωή εγώ το αποκαλώ θάνατο κι αυτό που εσείς αποκαλείτε θάνατο, εγώ το αποκαλώ ζωή», ενώ απόλυτα συμβατή με αυτήν την θέση είναι και η τοποθέτηση του μεγάλου σύγχρονου φιλοσόφου Δ. Λιαντίνη, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ζωή των νεκρών είναι η ανάποδη όψη του θανάτου των ζωντανών».
O Αριστοτέλης, όταν περιέγραφε τον κόσμο, είχε σαν βασική αρχή την άρνηση οποιασδήποτε ύπαρξης κενού μέσα στον χώρο. Η ύπαρξη του κενού θεωρείτο παράλογη, κατά τον Αριστοτέλη, αλλά και τους προκλασικούς φιλοσόφους και γι’ αυτό οδηγούνταν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι ένας πλήρης και πεπερασμένος χώρος. Έτσι, εκτός από τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη, που κατά τους Ίωνες και άλλους φιλοσόφους ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, ο Αριστοτέλης, όπως και άλλοι προγενέστεροι φιλόσοφοι, θεωρούσε ότι υπάρχει και ένα πέμπτο στοιχείο, η «Πεμπτουσία ή Αιθέρας», που γεμίζει και διαπερνά τα πάντα. Και ενώ από τα τέσσερα στοιχεία ήταν φτιαγμένος ο ορατός κόσμος, από το πέμπτο στοιχείο προέρχονταν τα πάντα ορατά και αόρατα. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, το στοιχείο αυτό παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητες να είναι «αγέννητον, αγήρατον, άφθαρτον, αΐδιον, αναυξές και αναλλοίωτον». Η έννοια αυτή της «Πεμπτουσίας ή του Αιθέρα» ταυτίζεται απόλυτα με τις έννοιες που προκύπτουν από τις νεότερες επιστήμες, όπως του «Κβαντικού Αφρού», του «Κβαντικού Κενού», ή της «Ενέργειας Μηδενικού Σημείου» και του «Κβαντικού Πεδίου». Επίσης, φαίνεται να συγκλίνει και με την έννοια του «Ακασικού Πεδίου» ή «Ακασικών Αρχείων», όπως και ο όρος «Πρωταρχική Συνειδητότητα», που αναφέρεται από παλιούς και νέους διανοητές. Επίσης, ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (440 b) ετυμολογεί τη λέξη «αιθήρ» από τη φράση «αεί θεί», που σημαίνει «αυτό που πάντα κινείται» και παραπέμπει ευθέως σε αυτό που πρεσβεύουν οι σύγχρονες επιστήμες, δηλαδή, ότι τα πάντα πρωτογενώς είναι «δονούμενη ενέργεια».
Ο Πλάτων είχε διατυπώσει την άποψη ότι το Σύμπαν είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε να γίνεται αντιληπτό μόνο από τη σκέψη και τη λογική και έτσι αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου πραγματικού κόσμου, ενός πνευματικού κόσμου στην ουσία, του «κόσμου των αρχετυπικών ιδεών». Έτσι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ζούμε σε έναν κόσμο που δεν αντιλαμβανόμαστε αυτό που πραγματικά είναι, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αρχαίοι Ινδοί, στηριζόμενοι σε αυτήν ακριβώς την ιδέα, ονόμαζαν το Σύμπαν με όλα όσα περιέχει, «Μάγια», δηλαδή «πλάνη», αφού για την αρχαία γνώση το πνεύμα και η συνείδηση είναι η υπέρτατη πραγματικότητα, άποψη που φυσικά συγκλίνει με αυτή των νεότερων επιστημών, που θεωρούν ότι όλα είναι ψευδαισθητικό κατασκεύασμα του νου και ότι όλα εκπορεύονται από τη συνείδηση. Αυτή η δοξασία του Πλάτωνα, άλλωστε, αποτυπώνεται πολύ καθαρά στη γνωστή «παραβολή του σπηλαίου», όπου πολύ παραστατικά με έναν μύθο περιγράφεται η μεγάλη άγνοια που έχει ο άνθρωπος για τον πραγματικό εαυτό του και τον αληθινό κόσμο. Αλληγορικά, μέσα από αυτόν τον μύθο, παρουσιάζεται ότι σε μία σπηλιά ζουν κάποιοι άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και τον λαιμό από την παιδική ηλικία τους και στον μόνο τοίχο, που βλέπουν μπροστά τους όλη τους τη ζωή, προβάλλονται οι σκιές και ακούγονται οι φωνές κάποιων άλλων ανθρώπων, που κινούνται ανάμεσα σε μία πηγή φωτός και τον τοίχο χωρίς να φαίνονται οι ίδιοι. Έτσι οι αλυσοδεμένοι αυτοί άνθρωποι εκλαμβάνουν αυτές τις σκιές σαν κάτι το αληθινό και θεωρούν ότι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που ζουν, ακριβώς όπως και ο «καταδικασμένος» από τη φύση του άνθρωπος, που βιώνει την πλάνη των αισθήσεων και του νου του, σαν τη μόνη πραγματικότητα.
Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι ο άνθρωπος διαθέτει δύο όργανα για τη γνώση της αλήθειας, την αίσθηση και τον λόγο και από αυτά τη μεν αίσθηση τη θεωρούσε απατηλή, ενώ απεναντίας δεχόταν, σαν μοναδικό εργαλείο για την αληθινή γνώση, τον λόγο. Στο έργο του με τίτλο «Περί Φύσεως», ο Ηράκλειτος δηλώνει αποφθεγματικά: «Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ήν αεί και έστι και έσται πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», που σημαίνει «αυτόν εδώ τον κόσμο, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κάποιος θεός ή άνθρωπος, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Και σε ελεύθερη ερμηνεία: «Μην προσπαθείτε να αποδώσετε την ύπαρξη αυτού του κόσμου σε κάποιον θεό ή άνθρωπο, γιατί ο κόσμος αυτός, ίδιος για όλους ήταν, είναι και θα είναι πάντα αυθύπαρκτη ενέργεια που ταλαντώνεται ανάμεσα στην εκδήλωση σαν ύλη και την απόσυρση σαν ενέργεια». Άλλωστε, ό Ηράκλειτος είναι αυτός που υπεδείκνυε τον ίδιο τον άνθρωπο ως δημιουργό της πραγματικότητάς του, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε ημέρα αυτό που σκέπτεσαι, αυτό που επιλέγεις και αυτό που κάνεις, είναι αυτό που γίνεσαι».
Απόλυτα συμβατός με τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια και ο αποκαλυπτικός λόγος του προκλασικού ποιητή Πίνδαρου που σε μία ολιγόλογη φράση του αποφαίνεται με περίσσεια σοφία: «Τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος», που σημαίνει: «Τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος» (Πίνδαρος, «Πυθιόνικος» VIII 95).
Ο Παρμενίδης θεωρούσε ότι η φιλοσοφία εκφράζεται διπλά, με τη μία μορφή της να είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενώ η άλλη είναι φανταστική και θεωρούσε ότι μόνο ο λόγος είναι κριτήριο αλήθειας, αφού οι αισθήσεις δεν είναι ακριβείς. Επίσης, ότι η συστατική ουσία των πάντων είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη (κατά την έκφρασή του «Έν το πάν»), μη προσιτή στις αισθήσεις, αλλά προσιτή στη νόηση. Και στο ίδιο πνεύμα, έλεγε σχετικά: «’Ως ἀγένητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἐστιν, ἔστι γάρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμές ἠδ΄ ἀτέλεστον· οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν, ἕν, συνεχές». Δηλαδή: «Η ουσία του σύμπαντος είναι μία, αγέννητη, ακατανόητη, μονογενής τέλεια, ανεπανάληπτη και δεν ήταν ποτέ, ούτε θα είναι κάποτε, γιατί το τότε και το τώρα αποτελούν μαζί το παν, το ένα, τη συνέχεια».
Ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης, μία γνήσια και μία νόθα και η μεν γνήσια αποκτάται μέσω της διάνοιας και έχει αξιοπιστία για την εκφορά σωστής κρίσης, η δε νόθα αποκτάται μέσω των αισθήσεων και δεν φέρει το αλάθητο για τη διάγνωση του αληθινού, ενώ σε αυτήν ακριβώς ανήκουν η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση και η αφή.
Ο Αναξαγόρας έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλα τα στοιχεία στην αρχή ήταν ανακατεμένα και συγκεχυμένα και όλα ήταν μέσα σε όλα. Αυτά που σήμερα είναι διαχωρισμένα, αποτελούσαν μία μάζα αδιαχώριστη και ήρεμη και το μείγμα αυτό δεν θα έβγαινε από την ηρεμία του, αν ο νους δεν έδινε σε αυτό την κίνηση και δεν το διαχώριζε». Άλλωστε, αποφθεγματικά οριοθετούσε τον κόσμο και την αισθητή πραγματικότητα με τη φράση: «Nους εστίν ο διακοσμών τε και πάντων αίτιος», δηλαδή, ο νους είναι αυτός που κατασκευάζει και δημιουργεί τα πάντα.
O προκλασικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής πρέσβευε ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος, αλλά μόνον η ανάμειξη και ο χωρισμός των τεσσάρων βασικών στοιχείων (ριζωμάτων), δηλαδή, της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης. Οι κινητήριες δυνάμεις για την ανάμειξη και τον χωρισμό είναι η Αγάπη-Ένωση (Φιλότης) και η Αντίθεση-Έχθρα (Νεῖκος), έτσι, ο κόσμος υπόκειται σε μία αέναη κυκλική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται από διάφορες φάσεις, μεταξύ της απόλυτης κυριαρχίας της Αγάπης, οπότε τα στοιχεία σχηματίζουν μία ομοιογενή σφαίρα (Σφαίρος) και της απόλυτης κυριαρχίας της Αντίθεσης, οπότε όλα τα πράγματα διαχωρίζονται και περιορίζονται στα τέσσερα στοιχεία. Ο Εμπεδοκλής στα έμμετρα κείμενά του περικλείει πολλά από τα νοήματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης και στο ποίημά του «Περί φύσεως» και ειδικότερα στον στίχο 17 συμπυκνώνει μερικά πολύ χαρακτηριστικά από αυτά: «Διπλ’ έρρέω∙ τοτέ μέν γάρ έν ηύξήθη μόνον είναι, έκ πλεόνων, τοτέ δ’ αύ διέφυ πλέον έξ ενός είναι. Διοί δέ θνητών γένεσης, δοιή δ’ απόλειψις∙ τήν μέν γάρ πάντων σύνοδος τίκτει τ’ ολέκει τε, ή δέ πάλιν διαφυομένων θρεφθείσα διέπτη. Και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει, άλλοτε μέν φιλότητι συνερχόμεν’ είς έν άπαντα, άλλοτε δ’ αύ διχ’ έκαστα φορεύμενα νείκεος έχθει. Ούτως ή μέν έν έκ πλεόνων μεμάθηκε φύεσθαι, ήδέ πάλιν διαφύοντος ενός πλέον έκτελέθουσι, τή μέν γίγνονταί τε καί ού σφισιν έμπεδος αίών∙ ή δέ διαλλάσσοντα διαμπερές ούδαμά λήγει, ταύτη δ’ αίέν έασιν ακίνητοι κατά κύκλον.» Δηλαδή: «Για κάτι διπλό θα σας μιλήσω, άλλοτε τα πολλά αυξάνονται σε ένα κι’ άλλοτε το ένα σε πολλά διαχωρίζεται. Διπλή είναι η γέννα των θνητών, διπλή και η απώλειά τους, από τη μιά όλων η συνένωση τη γέννηση φέρνει μαζί και τη φθορά, και από την άλλη όταν ολοκληρωθεί φεύγει μακριά καθώς χωρίζουν. Κι’ αυτή η εναλλαγή δεν έχει τελειωμό, άλλοτε η αγάπη ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα, κι’ άλλοτε η αντίθεση τα χωρίζει. Και όπως από τα πολλά μόνο το ένα φύεται, από το ένα πάλι που διασπάται πολλά γίνονται. Έτσι όλα γεννιούνται και υπάρχουν και δεν έχουν σταθερή ζωή. Κι’ όσο η αδιάκοπη αυτή εναλλαγή ποτέ δε σταματάει, τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε ακίνητα σε κύκλο.» Άλλωστε, ο ίδιος υπεδείκνυε πού βρίσκεται η ουσία και πού η πλάνη με τη φράση: «Αυτό που εσείς αποκαλείτε ζωή εγώ το αποκαλώ θάνατο κι αυτό που εσείς αποκαλείτε θάνατο, εγώ το αποκαλώ ζωή», ενώ απόλυτα συμβατή με αυτήν την θέση είναι και η τοποθέτηση του μεγάλου σύγχρονου φιλοσόφου Δ. Λιαντίνη, ο οποίος έλεγε χαρακτηριστικά: «Η ζωή των νεκρών είναι η ανάποδη όψη του θανάτου των ζωντανών».
O Αριστοτέλης, όταν περιέγραφε τον κόσμο, είχε σαν βασική αρχή την άρνηση οποιασδήποτε ύπαρξης κενού μέσα στον χώρο. Η ύπαρξη του κενού θεωρείτο παράλογη, κατά τον Αριστοτέλη, αλλά και τους προκλασικούς φιλοσόφους και γι’ αυτό οδηγούνταν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι ένας πλήρης και πεπερασμένος χώρος. Έτσι, εκτός από τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη, που κατά τους Ίωνες και άλλους φιλοσόφους ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, ο Αριστοτέλης, όπως και άλλοι προγενέστεροι φιλόσοφοι, θεωρούσε ότι υπάρχει και ένα πέμπτο στοιχείο, η «Πεμπτουσία ή Αιθέρας», που γεμίζει και διαπερνά τα πάντα. Και ενώ από τα τέσσερα στοιχεία ήταν φτιαγμένος ο ορατός κόσμος, από το πέμπτο στοιχείο προέρχονταν τα πάντα ορατά και αόρατα. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, το στοιχείο αυτό παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητες να είναι «αγέννητον, αγήρατον, άφθαρτον, αΐδιον, αναυξές και αναλλοίωτον». Η έννοια αυτή της «Πεμπτουσίας ή του Αιθέρα» ταυτίζεται απόλυτα με τις έννοιες που προκύπτουν από τις νεότερες επιστήμες, όπως του «Κβαντικού Αφρού», του «Κβαντικού Κενού», ή της «Ενέργειας Μηδενικού Σημείου» και του «Κβαντικού Πεδίου». Επίσης, φαίνεται να συγκλίνει και με την έννοια του «Ακασικού Πεδίου» ή «Ακασικών Αρχείων», όπως και ο όρος «Πρωταρχική Συνειδητότητα», που αναφέρεται από παλιούς και νέους διανοητές. Επίσης, ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (440 b) ετυμολογεί τη λέξη «αιθήρ» από τη φράση «αεί θεί», που σημαίνει «αυτό που πάντα κινείται» και παραπέμπει ευθέως σε αυτό που πρεσβεύουν οι σύγχρονες επιστήμες, δηλαδή, ότι τα πάντα πρωτογενώς είναι «δονούμενη ενέργεια».
Ο Πλάτων είχε διατυπώσει την άποψη ότι το Σύμπαν είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε να γίνεται αντιληπτό μόνο από τη σκέψη και τη λογική και έτσι αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου πραγματικού κόσμου, ενός πνευματικού κόσμου στην ουσία, του «κόσμου των αρχετυπικών ιδεών». Έτσι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ζούμε σε έναν κόσμο που δεν αντιλαμβανόμαστε αυτό που πραγματικά είναι, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αρχαίοι Ινδοί, στηριζόμενοι σε αυτήν ακριβώς την ιδέα, ονόμαζαν το Σύμπαν με όλα όσα περιέχει, «Μάγια», δηλαδή «πλάνη», αφού για την αρχαία γνώση το πνεύμα και η συνείδηση είναι η υπέρτατη πραγματικότητα, άποψη που φυσικά συγκλίνει με αυτή των νεότερων επιστημών, που θεωρούν ότι όλα είναι ψευδαισθητικό κατασκεύασμα του νου και ότι όλα εκπορεύονται από τη συνείδηση. Αυτή η δοξασία του Πλάτωνα, άλλωστε, αποτυπώνεται πολύ καθαρά στη γνωστή «παραβολή του σπηλαίου», όπου πολύ παραστατικά με έναν μύθο περιγράφεται η μεγάλη άγνοια που έχει ο άνθρωπος για τον πραγματικό εαυτό του και τον αληθινό κόσμο. Αλληγορικά, μέσα από αυτόν τον μύθο, παρουσιάζεται ότι σε μία σπηλιά ζουν κάποιοι άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και τον λαιμό από την παιδική ηλικία τους και στον μόνο τοίχο, που βλέπουν μπροστά τους όλη τους τη ζωή, προβάλλονται οι σκιές και ακούγονται οι φωνές κάποιων άλλων ανθρώπων, που κινούνται ανάμεσα σε μία πηγή φωτός και τον τοίχο χωρίς να φαίνονται οι ίδιοι. Έτσι οι αλυσοδεμένοι αυτοί άνθρωποι εκλαμβάνουν αυτές τις σκιές σαν κάτι το αληθινό και θεωρούν ότι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που ζουν, ακριβώς όπως και ο «καταδικασμένος» από τη φύση του άνθρωπος, που βιώνει την πλάνη των αισθήσεων και του νου του, σαν τη μόνη πραγματικότητα.
Απόλυτα συμβατός με όλα αυτά και ο φιλοσοφικός λόγος του μεγάλου σύγχρονου Έλληνα φιλοσόφου Δ. Λιαντίνη, ο οποίος γράφει στο βιβλίο του "Γκέμμα": «Λέμε,
για παράδειγμα, Κάννες ίσον ο ανόητος ύπατος Τερέντιος Ουάρρων.
Στάλινγκραντ ίσον ο τραγικός στρατάρχης φον Πάουλους και ο Γκαίρινγκ που
τον πήρε στο λαιμό του. Για προσπάθησε όμως να ιδείς έναν-έναν τους
πενήντα χιλιάδες ρωμαίους λεγεωνάριους και ιππείς που έπεσαν στις
Κάννες, ή τους ενενήντα χιλιάδες στρατιώτες που πάγωσαν στο
Στάλινγκραντ; Και που ο καθένας τους σαν ύπαρξη βαραίνει όσο ο Ουάρρων
και ο φον Πάουλους! Και κατά προέκταση, για προσπάθησε να
αντικρύσεις όλους τους ανθρώπους της γης που έχουν πεθάνει από την εποχή
των τελευταίων παγετώνων μέχρι σήμερα; Και βέβαια που θα παγώσει το
αίμα σου, σαν του Δάντη. Όταν, λοιπόν, κάτω από την πίεση της
μέριμνας ζούμε σε αυτή την οντολογική λήθη, είμαστε στην ουσία πεθαμένοι
και ανύπαρκτοι. Όπως ουσιαστικά είμαστε ανύπαρκτοι ο κάθε έλληνας για
τους κατοίκους της Γουατεμάλας. Και για να το ειπώ αντίστροφα. Σε
ρωτώ, αναγνώστη μου, ποιόνε ξεύρεις από τα είκοσι εκατομμύρια της Πόλης
του Μεξικού; Ποιόνε ξεύρεις από τη χώρα του Πακιστάν με τα εκατόν δέκα
εκατομμύριά της; Κανέναν. Έξω από τις πέντε δέκα
εκατοντάδες ανθρώπους που γνωρίζουμε και μας γνωρίζουν, ο καθένας από
μας για τους άλλους κι ο καθένας από τους άλλους για μας είναι ο
κανένας. Και ταχιά θα λείψουν κι αυτές οι πέντε δέκα εκατοντάδες. Λίγο ακόμη και θα τα ξεχάσεις όλα. Λίγο ακόμη και θα σε ξεχάσουν όλα, που έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος. Ο Μαρτίνος Χάιντεγγερ, ο δάσκαλος του Σάρτρ, ο πιο γνήσιος από τους
πέντε φιλοσόφους της Φιλοσοφίας της Υπαρξης, είναι ο κατεξοχήν φιλόσοφος
που είδε τους ανθρώπους στη σχέση τους με τη μέριμνα. Και με βάση τη
σχέση του κάθε ανθρώπου με τη μέριμνα, τους διαιρεί σε δύο κατηγορίες. Η μια κατηγορία είναι οι Πλείστοι. Είναι αυτοί που τους έχει
απορροφήσει η μέριμνα. Την κατηγορία αυτή ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Ο
δημώδης υποστασιακός τύπος», ή το Man. Η λέξη man στη γερμανική γλώσσα
είναι αόριστη αντωνυμία και σημαίνει τις, κάποιος. Η δεύτερη κατηγορία είναι οι Ελάχιστοι. Ποσοστό ένας στους μύριους ή ένας στις εκατό μυριάδες. Είναι εκείνοι που ο καημός και το μεράκι τους για τον άνθρωπο και τη
μοίρα του τους απορροφά σε τέτοιο βαθμό, ώστε αντιστρέφοντας το σχήμα
ζουν έξω από τη μέριμνα και την οντολογική λήθη. Ζουν, δηλαδή, μέσα στην
αλήθεια της ύπαρξης. Ετούτοι, οι δεύτεροι, ζουν και τους δέρνει μια
τρέλα ιερή. Βασανίζουνται, υποφέρνουν, αγωνιούν. Βοούν μόνοι τους στην
ερημία, στα άγρια μεσάνυχτα, στις απόγκρεμνες σπηλιές του «τι είναι;»
και στις κώχες του «τι πρέπει;» Είναι η φυσική σχιζοφρένεια της
μεγαλοφυίας. Οι περισσότεροι μένουν έξω από την ευδοκίμηση και
την πρόοδο, όπως την εννοεί ο πολύς κόσμος. Άλλοι τρελαίνουνται, άλλοι
αυτοκτονούν, άλλοι κόβουν το αυτί τους σαν το Βαν Γκογκ, που πέθανε στα
τριάντα εφτά του από «πυρετό ύπαρξης». Αυτή τη δεύτερη κατηγορία ο Χάιντεγγερ την ονομάζει «Η με αυθεντικό τρόπο εννοούμενη ύπαρξη», ή η Existenz. Η πρώτη κατηγορία, το man που σημαίνει κάποιος, σημαίνει και κανείς.
Λέμε λ.χ. την πρόταση: ημπορεί να ειπεί κάποιος ότι η ζωή είναι έμορφη.
Αλλά την ίδια πρόταση τη λέμε κι έτσι: ημπορεί να ειπεί κανείς ότι η ζωή
είναι έμορφη. Επομένως το man, το κάποιος του Χάιντεγγερ, είναι και το κανένας. Αυτή είναι η έννοια ότι ζούμε στην οντολογική λήθη, ότι ζούμε αλλά δεν υπάρχουμε. Ότι είμαστε ο κανένας. Φιλοσοφικά, τη θεώρηση της ζωής μας από τη σκοπιά του ένας ή του
κανένας, του τις ή του οὖτις, μας την έδωκε με τρόπο ακραία αδρό και
λακωνίζοντα ο Πίνδαρος στον όγδοο Πυθιόνικο. Εκεί, αυτός ο πρίγκιπας
ανάμεσα στους εννέα επιφανείς έλληνες λυρικούς, σε μια στιγμή του υψηλή
λέει, ἐπάμεροι: τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος. Δηλαδή: είμαστε της στιγμής· τι είναι, τι δεν είναι κανείς; ο άνθρωπος είναι ίσκιος ονείρου.»
Επίσης, ο Δ. Λιαντίνης σε μία διάλεξή του για την "Φιλοσοφική Θεώρηση του Θανάτου" αναφέρει χαρακτηριστικά: «Λέμε απλά: Υπάρχει ζωή μετά
θάνατο. Αλλά πιά ζωή; Οι Έλληνες μας είπαν ότι ο άνθρωπος καθώς πεθαίνει
εξαφανίζεται, χάνεται... Ο Όμηρος παραδείγματος χάριν, λέει στη
Ραψωδία Ζ' της Ιλιάδας, σε μιά στιχομυθία ανάμεσα σε
δύο ήρωες, στον Αντίλοχο το γιό του Νέστορα και τον Γλαύκο, έναν
Τρώα, που συναντιούνται και βρίσκονται αδερφοποιτοί, τον περίφημο
στίχο, "οίη περ φύλλων γενεή, τοίη δε και ανδρών", εμείς οι άνθρωποι δηλαδή είμαστε όμοιοι με τις γενιές των φύλλων. Βλέπεις
ένα φύλλο στο δέντρο, μεγαλώνει, πρασινίζει, λάμπει, λαμποκοπάει,
έρχεται το φθινόπωρο, μαραγκιάζει, συρρικνώνεται, μαραίνεται, πέφτει, το
παίρνει η βροχή και η λάσπη, εξαφανίζεται. Τέτοιοι είμαστε εμείς, οι
άνθρωποι. Σαν τις γενιές των φύλλων. Καμία παρηγοριά, φιλοσοφικά. Το
ίδιο πράγμα θα μας πει ο Πίνδαρος στον περίφημο όγδοο Πυθιώνικο, που λέει εκείνους τους δύο φοβερούς στίχους: Επάμεροι,
εφήμεροι δηλαδή, είμαστε... Τι δε τις; τι δ' ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος. Τι
είμαστε; Τι δεν είμαστε; Είμαστε στο βαθμό που δεν είμαστε, αύριο δε
θά 'μαστε. Σκιάς όναρ, όνειρο σκιάς είναι ο άνθρωπος, ούτε καν όνειρο,
ούτε καν σκιά. Όνειρο σκιάς... Υπάρχει ζωή όμως μετά θάνατον... Εκείνο που μένει
όταν θα πεθάνουμε είναι η καλή μνήμη που αφήνουμε στους ανθρώπους. Είναι,
δηλαδή, αυτό που λέμε διαφορετικά στη φιλοσοφία ενδοκοσμική αθανασία...
Υπάρχουν άνθρωποι που πεθάνανε και τους ξέρουμε, τους μνημονεύουμε, τους
μελετάμε, τους θαυμάζουμε... Ο Παστέρ, ο Φλέμινγκ, χιλιάδες άνθρωποι που
προσέφεραν και ευεργέτησαν τον άνθρωπο. Από εδώ άλλωστε ξεκινάει η περίφημη εκείνη
φράση του λαού μας που λέει: τον πλούτον
εμίσησαν πολλοί, την δόξαν ουδείς. Και αυτό σημαίνει τον βαθύτερο πόθο που έχει
ο άνθρωπος να ζήσει αγαθή η μνήμη του όσο γίνεται...»
Σήμερα όλα αυτά, που έχουν προσεγγισθεί με αυτόν τον τρόπο από την αρχαία μέχρι τη σύγχρονη φιλοσοφική θεώριση, έρχεται η σύγχρονη επιστήμη και τα επιβεβαιώνει απόλυτα. Ας δούμε, λοιπόν, ένας σύγχρονος επιστήμονας ο καθηγητής Αστροφυσικής του ΕΚΠΑ τι λέει σχετικά: «Γνωρίζουμε προ πολλού ότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων, άρα και ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας είναι αποτέλεσμα της δομής του εγκεφάλου μας και όχι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Η σύγχρονη νευροφυσιολογία μάς ενημερώνει εδώ και πολλά χρόνια μας ότι εκεί έξω στο Σύμπαν δεν υπάρχουν μορφές, σχήματα, χρώματα, ακούσματα, οσμές, γεύσεις αλλά ένας κοχλάζον ωκεανός ενέργειας, την οποία ενέργεια επιλεκτικά μετασχηματίζει η ανθρώπινη φυσιολογία, μέσω των αισθητηρίων οργάνων της και του εγκεφάλου, σε μορφές, σχήματα, χρώματα, ακούσματα, οσμές, γεύσεις. Η λεγόμενη «υλική και μετρούμενη πραγματικότητα» δεν υπάρχει εκεί έξω στο Σύμπαν αλλά δημιουργείται μέσα στον εγκέφαλό μας. Ο εγκέφαλός μας δηλαδή λειτουργεί ως ένας υπερεξελιγμένος βιοϋπολογιστής. Στο αυτό γεγονός καταλήγει, σε πειραματικό επίπεδο, και η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. Μας εξηγεί ότι αυτό το οποίο ονομάζουμε «υλική πραγματικότητα» είναι η προβολή (το είδωλο, το καθρέφτισμα) όσων υπάρχουν στο πραγματικό τετραδιάστατο μη Ευκλείδειο και αθέατο από την ανθρώπινη φυσιολογία Σύμπαν, πάνω σε έναν ψεύτικο τρισδιάστατο και Ευκλείδειο χώρο που φτιάχνουν πλαστά οι αισθήσεις μας. Το Σύμπαν δηλαδή το οποίο αντιλαμβανόμαστε γύρω μας, μαζί κι εμείς, είναι μια ψεύτικη εικόνα μιας άλλης πραγματικότητας.
Τα πάντα είναι Ένα. Όλα τα υπόλοιπα είναι ανοησίες! Μια πλάνη των αισθήσεών μας. Οι σκιές δηλαδή –το Matrix– που η μια πολεμάει την άλλη. Είναι αστείο. Οι σκιές να μάχονται μεταξύ τους, ενώ είναι οι ίδιες! Είναι αντανακλάσεις του ίδιου πράγματος. Είναι δύο δικές σου εικόνες κι αυτές οι δύο εικόνες προσπαθούν η μία να σκοτώσει την άλλη. Το ότι ζούμε συνεχώς σε μια κατάσταση Matrix είναι σίγουρο –μπορώ να σας δώσω όση βιβλιογραφία θέλετε–, άλλωστε τα έχουμε γράψει όλα αυτά σ’ ένα βιβλίο μας με τίτλο Η Κοσμολογία της Νόησης, που βασίζεται σε πολύ έγκυρο επιστημονικό υλικό. Οι περισσότεροι συνάδελφοι μου γνωρίζουν την αλήθεια του πράγματος, αλλά δεν μπορούν να την επιβάλλουν σε μια κοινωνία που στρεβλά αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Άρα καταλαβαίνεις πως μια μεγάλη επιστημονική επανάσταση έχει κλείσει τον κύκλο της κι αν περάσει στον κόσμο όλα θ’ αλλάξουν. Τίποτε δεν θα ‘ναι όπως ήταν χθες».
Σήμερα όλα αυτά, που έχουν προσεγγισθεί με αυτόν τον τρόπο από την αρχαία μέχρι τη σύγχρονη φιλοσοφική θεώριση, έρχεται η σύγχρονη επιστήμη και τα επιβεβαιώνει απόλυτα. Ας δούμε, λοιπόν, ένας σύγχρονος επιστήμονας ο καθηγητής Αστροφυσικής του ΕΚΠΑ τι λέει σχετικά: «Γνωρίζουμε προ πολλού ότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων, άρα και ο κόσμος που αντιλαμβανόμαστε γύρω μας είναι αποτέλεσμα της δομής του εγκεφάλου μας και όχι μια αντικειμενική πραγματικότητα. Η σύγχρονη νευροφυσιολογία μάς ενημερώνει εδώ και πολλά χρόνια μας ότι εκεί έξω στο Σύμπαν δεν υπάρχουν μορφές, σχήματα, χρώματα, ακούσματα, οσμές, γεύσεις αλλά ένας κοχλάζον ωκεανός ενέργειας, την οποία ενέργεια επιλεκτικά μετασχηματίζει η ανθρώπινη φυσιολογία, μέσω των αισθητηρίων οργάνων της και του εγκεφάλου, σε μορφές, σχήματα, χρώματα, ακούσματα, οσμές, γεύσεις. Η λεγόμενη «υλική και μετρούμενη πραγματικότητα» δεν υπάρχει εκεί έξω στο Σύμπαν αλλά δημιουργείται μέσα στον εγκέφαλό μας. Ο εγκέφαλός μας δηλαδή λειτουργεί ως ένας υπερεξελιγμένος βιοϋπολογιστής. Στο αυτό γεγονός καταλήγει, σε πειραματικό επίπεδο, και η Ειδική Θεωρία της Σχετικότητας. Μας εξηγεί ότι αυτό το οποίο ονομάζουμε «υλική πραγματικότητα» είναι η προβολή (το είδωλο, το καθρέφτισμα) όσων υπάρχουν στο πραγματικό τετραδιάστατο μη Ευκλείδειο και αθέατο από την ανθρώπινη φυσιολογία Σύμπαν, πάνω σε έναν ψεύτικο τρισδιάστατο και Ευκλείδειο χώρο που φτιάχνουν πλαστά οι αισθήσεις μας. Το Σύμπαν δηλαδή το οποίο αντιλαμβανόμαστε γύρω μας, μαζί κι εμείς, είναι μια ψεύτικη εικόνα μιας άλλης πραγματικότητας.
Τα πάντα είναι Ένα. Όλα τα υπόλοιπα είναι ανοησίες! Μια πλάνη των αισθήσεών μας. Οι σκιές δηλαδή –το Matrix– που η μια πολεμάει την άλλη. Είναι αστείο. Οι σκιές να μάχονται μεταξύ τους, ενώ είναι οι ίδιες! Είναι αντανακλάσεις του ίδιου πράγματος. Είναι δύο δικές σου εικόνες κι αυτές οι δύο εικόνες προσπαθούν η μία να σκοτώσει την άλλη. Το ότι ζούμε συνεχώς σε μια κατάσταση Matrix είναι σίγουρο –μπορώ να σας δώσω όση βιβλιογραφία θέλετε–, άλλωστε τα έχουμε γράψει όλα αυτά σ’ ένα βιβλίο μας με τίτλο Η Κοσμολογία της Νόησης, που βασίζεται σε πολύ έγκυρο επιστημονικό υλικό. Οι περισσότεροι συνάδελφοι μου γνωρίζουν την αλήθεια του πράγματος, αλλά δεν μπορούν να την επιβάλλουν σε μια κοινωνία που στρεβλά αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Άρα καταλαβαίνεις πως μια μεγάλη επιστημονική επανάσταση έχει κλείσει τον κύκλο της κι αν περάσει στον κόσμο όλα θ’ αλλάξουν. Τίποτε δεν θα ‘ναι όπως ήταν χθες».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου