Υγεία

Υγεία

728x90 AdSpace

ΣΕ ΤΙΤΛΟΥΣ

Από το Blogger.
Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2018

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΣΗ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ...



Ο άνθρωπος βρίσκεται συνεχώς σε μία αέναη αναζήτηση για να κατανοήσει τι πραγματικά είναι o ίδιος, ποιά είναι η σχέση του με όλα τα άλλα που απαρτίζουν τον ορατό και αόρατο κόσμο, τι απογίνεται μετά τον θάνατό του και τόσα άλλα θεμελιώδη ερωτήματα, που αποτελούν ταυτόχρονα και τα μείζονα γνωσιακά αιτήματα της ύπαρξής του.


Πρόσφατα μέσα από τις εξελίξεις κυρίως της Κβαντικής Φυσικής, ο άνθρωπος έχει αρχίσει να κατανοεί πράγματα που για τα περισσότερα χρόνια της μακράς πορείας του φαίνονταν αδιανόητα, όπως ότι αυτός είναι ο «δημιουργός» της πραγματικότητας που στην ουσία είναι μία ψευδαίσθηση και συνεπώς αναφορικά με τον κόσμο υπάρχει κάτι άλλο, σαν αντικειμενική πραγματικότητα, που δεν υπακούει στις γνωστές χωροχρονικές συντεταγμένες. Σήμερα, δηλαδή, μέσα από τη σύγχρονη επιστημονική θεώρηση, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ότι ο κόσμος μας δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ψευδαισθητικό κατασκεύασμα του νου μας. Επίσης, οι σύγχρονες επιστήμες έχουν οδηγήσει στην απόλυτη κατανόηση της αλήθειας, πως αυτός ο κόσμος στην ουσία είναι μία πλάνη, που δεν ανταποκρίνεται σε τίποτα αντικειμενικό, αλλά βασίζεται στη σκέψη μας, αφού αυτή είναι που επεξεργάζεται τις αντιλήψεις μας, που υπό τύπον πληροφοριών εισέρχονται στον εγκέφαλό μας, μέσω των αισθήσεων και των νευρικών συνδέσεών τους, φθάνουν στη νοητική οντότητα της ύπαρξής μας και τελικώς εκεί γίνεται η σύνθεση αυτού που αντιλαμβανόμαστε σαν αισθητό κόσμο. Το πιο εκπληκτικό από αυτήν την εξέλιξη της σύγχρονης νόησης είναι ότι τώρα συνδέονται η αρχαία σοφία με τη σύγχρονη επιστήμη, αφού αυτήν ακριβώς τη θεώρηση για την ανθρώπινη ύπαρξη και τον κόσμο είχαν και οι αρχαίοι Έλληνες σοφοί, όπως πολλαπλώς έχει εκφρασθεί και γίνεται, πλέον, κατανοητό από πολλές πλευρές. Συγκεκριμένα:
Ο Ηράκλειτος πίστευε ότι ο άνθρωπος διαθέτει δύο όργανα για τη γνώση της αλήθειας, την αίσθηση και τον λόγο και από αυτά τη μεν αίσθηση τη θεωρούσε απατηλή, ενώ απεναντίας δεχόταν, σαν μοναδικό εργαλείο για την αληθινή γνώση, τον λόγο. Στο έργο του με τίτλο «Περί Φύσεως», ο Ηράκλειτος δηλώνει αποφθεγματικά: «Κόσμον τόνδε τον αυτόν απάντων ούτε τις θεών ούτε ανθρώπων εποίησε, αλλ’ ήν αεί και έστι και έσται πύρ αείζωον, απτόμενον μέτρα και αποσβεννύμενον μέτρα», που σημαίνει «αυτόν εδώ τον κόσμο, που είναι ίδιος για όλους, δεν τον έπλασε κάποιος θεός ή άνθρωπος, αλλά ήταν από πάντα και είναι και θα είναι αιώνια ζωντανή φωτιά, που ανάβει με μέτρο και σβήνει με μέτρο». Και σε ελεύθερη ερμηνεία: «Μην προσπαθείτε να αποδώσετε την ύπαρξη αυτού του κόσμου σε κάποιον θεό ή άνθρωπο, γιατί ο κόσμος αυτός, ίδιος για όλους ήταν, είναι και θα είναι πάντα αυθύπαρκτη ενέργεια που ταλαντώνεται ανάμεσα στην εκδήλωση σαν ύλη και την απόσυρση σαν ενέργεια». Άλλωστε, ό Ηράκλειτος είναι αυτός που υπεδείκνυε τον ίδιο τον άνθρωπο ως δημιουργό της πραγματικότητάς του, λέγοντας χαρακτηριστικά: «Κάθε ημέρα αυτό που σκέπτεσαι, αυτό που επιλέγεις και αυτό που κάνεις, είναι αυτό που γίνεσαι».
Απόλυτα συμβατός με τη σύγχρονη επιστημονική αλήθεια και ο αποκαλυπτικός λόγος του προκλασικού ποιητή Πίνδαρου που σε μία ολιγόλογη φράση του αποφαίνεται με περίσσεια σοφία: «Τί δέ τις; τί δ᾽ οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος», που σημαίνει: «Τί είναι κανείς και τί δεν είναι; Όνειρο σκιάς ο άνθρωπος» (Πίνδαρος, «Πυθιόνικος» VIII 95).
Ο Παρμενίδης θεωρούσε ότι η φιλοσοφία εκφράζεται διπλά, με τη μία μορφή της να είναι σύμφωνη με την αλήθεια, ενώ η άλλη είναι φανταστική και θεωρούσε ότι μόνο ο λόγος είναι κριτήριο αλήθειας, αφού οι αισθήσεις δεν είναι ακριβείς. Επίσης, ότι η συστατική ουσία των πάντων είναι μία, ενιαία και αδιαίρετη (κατά την έκφρασή του «Έν το πάν»), μη προσιτή στις αισθήσεις, αλλά προσιτή στη νόηση. Και στο ίδιο πνεύμα, έλεγε σχετικά: «’Ως ἀγένητον ἐόν καί ἀνώλεθρόν ἐστιν, ἔστι γάρ οὐλομελές τε καὶ ἀτρεμές ἠδ΄ ἀτέλεστον· οὐδέ ποτ’ ἦν οὐδ’ ἔσται, ἐπεὶ νῦν ἔστιν ὁμοῦ πᾶν, ἕν, συνεχές». Δηλαδή: «Η ουσία του σύμπαντος είναι μία, αγέννητη, ακατανόητη, μονογενής τέλεια, ανεπανάληπτη και δεν ήταν ποτέ, ούτε θα είναι κάποτε, γιατί το τότε και το τώρα αποτελούν μαζί το παν, το ένα, τη συνέχεια».
Ο Δημόκριτος θεωρούσε ότι υπάρχουν δύο είδη γνώσης, μία γνήσια και μία νόθα και η μεν γνήσια αποκτάται μέσω της διάνοιας και έχει αξιοπιστία για την εκφορά σωστής κρίσης, η δε νόθα αποκτάται μέσω των αισθήσεων και δεν φέρει το αλάθητο για τη διάγνωση του αληθινού, ενώ σε αυτήν ακριβώς ανήκουν η όραση, η ακοή, η οσμή, η γεύση και η αφή.
Ο Αναξαγόρας έλεγε χαρακτηριστικά: «Όλα τα στοιχεία στην αρχή ήταν ανακατεμένα και συγκεχυμένα και όλα ήταν μέσα σε όλα. Αυτά που σήμερα είναι διαχωρισμένα, αποτελούσαν μία μάζα αδιαχώριστη και ήρεμη και το μείγμα αυτό δεν θα έβγαινε από την ηρεμία του, αν ο νους δεν έδινε σε αυτό την κίνηση και δεν το διαχώριζε». Άλλωστε, αποφθεγματικά οριοθετούσε τον κόσμο και την αισθητή πραγματικότητα με τη φράση: «Nους εστίν ο διακοσμών τε και πάντων αίτιος», δηλαδή, ο νους είναι αυτός που κατασκευάζει και δημιουργεί τα πάντα.
O προκλασικός φιλόσοφος Εμπεδοκλής πρέσβευε ότι δεν υπάρχει γέννηση και θάνατος, αλλά μόνον η ανάμειξη και ο χωρισμός των τεσσάρων βασικών στοιχείων (ριζωμάτων), δηλαδή, της φωτιάς, του αέρα, του νερού και της γης. Οι κινητήριες δυνάμεις για την ανάμειξη και τον χωρισμό είναι η Αγάπη-Ένωση (Φιλότης) και η Αντίθεση-Έχθρα (Νεῖκος), έτσι, ο κόσμος υπόκειται σε μία αέναη κυκλική διαδικασία, η οποία χαρακτηρίζεται από διάφορες φάσεις, μεταξύ της απόλυτης κυριαρχίας της Αγάπης, οπότε τα στοιχεία σχηματίζουν μία ομοιογενή σφαίρα (Σφαίρος) και της απόλυτης κυριαρχίας της Αντίθεσης, οπότε όλα τα πράγματα διαχωρίζονται και περιορίζονται στα τέσσερα στοιχεία. Ο Εμπεδοκλής στα έμμετρα κείμενά του περικλείει πολλά από τα νοήματα της σύγχρονης επιστημονικής σκέψης και στο ποίημά του «Περί φύσεως» και ειδικότερα στον στίχο 17 συμπυκνώνει μερικά πολύ χαρακτηριστικά από αυτά: «Διπλ’ έρρέω∙ τοτέ μέν γάρ έν ηύξήθη μόνον είναι, έκ πλεόνων, τοτέ δ’ αύ διέφυ πλέον έξ ενός είναι. Διοί δέ θνητών γένεσης, δοιή δ’ απόλειψις∙ τήν μέν γάρ πάντων σύνοδος τίκτει τ’ ολέκει τε, ή δέ πάλιν διαφυομένων θρεφθείσα διέπτη. Και ταύτ’ αλλάσσοντα διαμπερές ουδαμά λήγει, άλλοτε μέν φιλότητι συνερχόμεν’ είς έν άπαντα, άλλοτε δ’ αύ διχ’ έκαστα φορεύμενα νείκεος έχθει. Ούτως ή μέν έν έκ πλεόνων μεμάθηκε φύεσθαι, ήδέ πάλιν διαφύοντος ενός πλέον έκτελέθουσι, τή μέν γίγνονταί τε καί ού σφισιν έμπεδος αίών∙ ή δέ διαλλάσσοντα διαμπερές ούδαμά λήγει, ταύτη δ’ αίέν έασιν ακίνητοι κατά κύκλον.» Δηλαδή: «Για κάτι διπλό θα σας μιλήσω, άλλοτε τα πολλά αυξάνονται σε ένα κι’ άλλοτε το ένα σε πολλά διαχωρίζεται. Διπλή είναι η γέννα των θνητών, διπλή και η απώλειά τους, από τη μιά όλων η συνένωση τη γέννηση φέρνει μαζί και τη φθορά, και από την άλλη όταν ολοκληρωθεί φεύγει μακριά καθώς χωρίζουν. Κι’ αυτή η εναλλαγή δεν έχει τελειωμό, άλλοτε η αγάπη ενώνει τα πράγματα και τα κάνει ένα, κι’ άλλοτε η αντίθεση τα χωρίζει. Και όπως από τα πολλά μόνο το ένα φύεται, από το ένα πάλι που διασπάται πολλά γίνονται. Έτσι όλα γεννιούνται και υπάρχουν και δεν έχουν σταθερή ζωή. Κι’ όσο η αδιάκοπη αυτή εναλλαγή ποτέ δε σταματάει, τόσο αυτά υπάρχουν πάντοτε ακίνητα σε κύκλο.»
O Αριστοτέλης, όταν περιέγραφε τον κόσμο, είχε σαν βασική αρχή την άρνηση οποιασδήποτε ύπαρξης κενού μέσα στον χώρο. Η ύπαρξη του κενού θεωρείτο παράλογη, κατά τον Αριστοτέλη, αλλά και τους προκλασικούς φιλοσόφους και γι’ αυτό οδηγούνταν στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος πρέπει να είναι ένας πλήρης και πεπερασμένος χώρος. Έτσι, εκτός από τα τέσσερα στοιχεία, δηλαδή τη φωτιά, τον αέρα, το νερό και τη γη, που κατά τους Ίωνες και άλλους φιλοσόφους ήταν φτιαγμένος ο κόσμος, ο Αριστοτέλης, όπως και άλλοι προγενέστεροι φιλόσοφοι, θεωρούσε ότι υπάρχει και ένα πέμπτο στοιχείο, η «Πεμπτουσία ή Αιθέρας», που γεμίζει και διαπερνά τα πάντα. Και ενώ από τα τέσσερα στοιχεία ήταν φτιαγμένος ο ορατός κόσμος, από το πέμπτο στοιχείο προέρχονταν τα πάντα ορατά και αόρατα. Όπως έλεγε ο Αριστοτέλης, το στοιχείο αυτό παρουσιάζει τις ιδιαιτερότητες να είναι «αγέννητον, αγήρατον, άφθαρτον, αΐδιον, αναυξές και αναλλοίωτον». Η έννοια αυτή της «Πεμπτουσίας ή του Αιθέρα» ταυτίζεται απόλυτα με τις έννοιες που προκύπτουν από τις νεότερες επιστήμες, όπως του «Κβαντικού Αφρού», του «Κβαντικού Κενού», ή της «Ενέργειας Μηδενικού Σημείου» και του «Κβαντικού Πεδίου». Επίσης, φαίνεται να συγκλίνει και με την έννοια του «Ακασικού Πεδίου» ή «Ακασικών Αρχείων», όπως και ο όρος «Πρωταρχική Συνειδητότητα», που αναφέρεται από παλιούς και νέους διανοητές. Επίσης, ο Πλάτων στον «Κρατύλο» (440 b) ετυμολογεί τη λέξη «αιθήρ» από τη φράση «αεί θεί», που σημαίνει «αυτό που πάντα κινείται» και παραπέμπει ευθέως σε αυτό που πρεσβεύουν οι σύγχρονες επιστήμες, δηλαδή, ότι τα πάντα πρωτογενώς είναι «δονούμενη ενέργεια».
Ο Πλάτων είχε διατυπώσει την άποψη ότι το Σύμπαν είναι φτιαγμένο έτσι, ώστε να γίνεται αντιληπτό μόνο από τη σκέψη και τη λογική και έτσι αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου πραγματικού κόσμου, ενός πνευματικού κόσμου στην ουσία, του «κόσμου των αρχετυπικών ιδεών». Έτσι, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ζούμε σε έναν κόσμο που δεν αντιλαμβανόμαστε αυτό που πραγματικά είναι, αλλά αυτό που οι αισθήσεις μας έχουν τη δυνατότητα να κατανοήσουν. Γι’ αυτό και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι αρχαίοι Ινδοί, στηριζόμενοι σε αυτήν ακριβώς την ιδέα, ονόμαζαν το Σύμπαν με όλα όσα περιέχει, «Μάγια», δηλαδή «πλάνη», αφού για την αρχαία γνώση το πνεύμα και η συνείδηση είναι η υπέρτατη πραγματικότητα, άποψη που φυσικά συγκλίνει με αυτή των νεότερων επιστημών, που θεωρούν ότι όλα είναι ψευδαισθητικό κατασκεύασμα του νου και ότι όλα εκπορεύονται από τη συνείδηση. Αυτή η δοξασία του Πλάτωνα, άλλωστε, αποτυπώνεται πολύ καθαρά στη γνωστή «παραβολή του σπηλαίου», όπου πολύ παραστατικά με έναν μύθο περιγράφεται η μεγάλη άγνοια που έχει ο άνθρωπος για τον πραγματικό εαυτό του και τον αληθινό κόσμο. Αλληγορικά, μέσα από αυτόν τον μύθο παρουσιάζεται ότι σε μία σπηλιά ζουν κάποιοι άνθρωποι αλυσοδεμένοι στα πόδια και τον λαιμό από την παιδική ηλικία τους και στον μόνο τοίχο, που βλέπουν μπροστά τους όλη τους τη ζωή, προβάλλονται οι σκιές και ακούγονται οι φωνές κάποιων άλλων ανθρώπων, που κινούνται ανάμεσα σε μία πηγή φωτός και τον τοίχο χωρίς να φαίνονται οι ίδιοι. Έτσι οι αλυσοδεμένοι αυτοί άνθρωποι εκλαμβάνουν αυτές τις σκιές σαν κάτι το αληθινό και θεωρούν ότι αυτή είναι η μόνη πραγματικότητα που ζουν, ακριβώς όπως και ο «καταδικασμένος» από τη φύση του άνθρωπος, που βιώνει την πλάνη των αισθήσεων και του νου του, σαν τη μόνη πραγματικότητα.
Επίσης, κάτι που δείχνει τον υψηλό βαθμό επίγνωσης των αρχαίων Ελλήνων είναι ότι έβλεπαν το φυσικό σώμα του ανθρώπου όχι ως κάτι ξεχωριστό, όπως λανθασμένα κάνει η επιστήμη έως τώρα και ευτυχώς τείνει να αλλάξει με τις νεότερες επιστήμες, αλλά πάντοτε σε σχέση με την ψυχή που εδρεύει σε αυτό. Γι’ αυτούς το σώμα είναι απλά το όργανο που αυτή χρησιμοποιεί και σώμα χωρίς ψυχή είναι κάτι αδιανόητο. Για τους Πυθαγόρειους και Πλατωνικούς η λέξη άνθρωπος σήμαινε κάτι πολύ περισσότερο από τον ορατό άνθρωπο και με τον όρο αυτόν εννοούσαν το πνεύμα και την ψυχή την ενσαρκωμένη προσωρινά στο ανθρώπινο σώμα, δηλαδή όπως έλεγε ο Πλάτων: «Άνθρωπος εστί ψυχή σώματι χρωμένη» (Πλάτων, Τίμαιος 42 D, Φαίδων 111 Α). Επίσης κατ’ αυτούς, η ψυχή έλκει την καταγωγή της από το νοητικό πεδίο, κατέχει διάμεση θέση μεταξύ νοητού και αισθητού και έρχεται να εμψυχώσει τα σώματα, γεννώντας τον χώρο και τον χρόνο. Και τέλος πολύ χαρακτηριστικά πρέσβευαν ότι η ψυχή αποτελεί τμήμα της παγκόσμιας ψυχής του κόσμου, η οποία μερίζεται σε ατομικές ψυχές, με σκοπό την απόκτηση της εμπειρίας του υλικού πεδίου.
Στον ίδιο δρόμο βρισκόταν και ο (μετά τον Πλάτωνα) φιλόσοφος Πλωτίνος, ο οποίος θεωρούσε ότι ο κόσμος είναι απόρροια και προϊόν μίας πνευματικής αρχής, σε μια αδιάσπαστη σειρά απορροών από το Εν, τον Νου και την Ψυχή, η οποία μέσω της διείσδυσης, παρέχει τελικά ύπαρξη στην Ύλη. Η πρώτη απόρροια του Ενός είναι ο Νους και στον Νου εμφανίζεται για πρώτη φορά η έννοια της πολλαπλότητας και της ετερότητας, αλλά η εμφάνιση, όμως, αυτή δεν είναι παρά νοητή, και συνίσταται στις Ιδέες, στις νοητές ουσίες δηλαδή, οι οποίες ως Όλον συνιστούν τον Νου και θα συντελέσουν στη δημιουργία του κόσμου. Έτσι, ο Νους, κατά τον Πλωτίνο, φιλοξενεί τις Ιδέες και είναι αυτός που γεννάει την Ψυχή, η οποία βρίσκεται στη μέση, ανάμεσα στον Νου και στον επιστητό κόσμο. Φωτίζεται δηλαδή από τον Νου αλλά επηρεάζεται και εξαρτάται από τον υλικό κόσμο και αυτή η ίση απόστασή της από τον νοητό και τον υλικό κόσμο είναι και η αιτία του μερισμού και της διχοτόμησής της. Από τη μία πλευρά δηλαδή προσφεύγει στον νοητό κόσμο, όπου διατηρεί την ενότητά της, αλλά από την άλλη έλκεται από το σώμα, εμπλέκεται μαζί του και επιμερίζεται. Έτσι, η Ύλη είναι η κατώτερη βαθμίδα στην κλίμακα της οντολογικής ιεραρχίας, γι’ αυτό και είναι η πιο υποχθόνια και σκοτεινή, λόγω της μακρινής απόστασής της από το Εν. Επιπλέον, πολύ χαρακτηριστικά και σε απόλυτη συμβατότητα με την ολογραφική αρχή που διέπει τα πάντα, σύμφωνα μα τις νεότερες επιστήμες, αναφέρει ο Πλωτίνος στις «Εννεάδες»: «Τα πάντα βρίσκονται σε μία ενότητα, η οποία έχει την αρχή της στο Εν. Το Όλον έχει την ικανότητα να αναπτύσσεται και να διακλαδίζεται χωρίς να χάνεται το επιμέρους ον εντός του». Και επίσης ό ίδιος, θέλοντας να επισημάνει πού πρέπει να αναζητήσουμε την αλήθεια καθώς και την μεγάλη δύναμη της αυτογνωσίας, λέει χαρακτηριστικά: «Το Εν δεν είναι έξω από κανέναν, είναι παρόν μη αντιληπτό σε όλους. Το να γνωρίσουμε τον εαυτό μας σημαίνει ότι θα γνωρίσουμε την προέλευσή μας».
Σαν επιστέγασμα σ’ αυτή τη σύντομη ανασκόπηση με τις πιο χαρακτηριστικές αναφορές αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων, που δείχνουν τη βαθιά γνώση τους για τον άνθρωπο και τον κόσμο, γνώση η οποία αναμφισβήτητα συγκλίνει απόλυτα με τα όσα η σύγχρονη επιστήμη πρεσβεύει, θα αναφέρουμε τον Απολλώνιο τον Τιανέα, που έχοντας απόλυτη επίγνωση της απώτερης ουσίας των πάντων, έλεγε στην επιστολή του προς τον Βαλέριο: «Θάνατος ουδείς ουδενός ή μόνον εμφάσει, καθάπερ ουδέ γένεσις ουδενός ή μόνον εμφάσει. Το μεν γαρ εξ ουσίας τραπέν εις φύσιν έδοξε γένεσις, το δε εκ φύσεως εις ουσίαν κατά ταυτά θάνατος ούτε γιγνομένου κατ’ αλήθειάν τινος, ούτε φθειρομένου ποτέ, μόνον δε εμφανούς όντος αοράτου τε ύστερον του μεν διά παχύτητα της ύλης, του δε διά λεπτότητα της ουσίας, ούσης μεν αιεί της αυτής, κινήσει δε διαφερούσης και στάσει. Τούτο γαρ που το ίδιον ανάγκηι της μεταβολής ουκ έξωθεν γενομένης ποθέν, αλλά του μεν όλου μεταβάλλοντος εις τα μέρη, των μερών δε εις το όλον τρεπομένων ενότητι του παντός.» Δηλαδή: «Θάνατος και γέννηση δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Η μετατροπή της ουσίας σε φύση θεωρείται γέννηση, ενώ η μετατροπή της φύσης σε ουσία θεωρείται θάνατος. Ούτε γεννιέται αληθινά κάτι ούτε φθείρεται ποτέ, μόνο τη μία γίνεται φανερό και ύστερα γίνεται αόρατο και το μεν πρώτο συμβαίνει λόγω πύκνωσης της ύλης, το δε δεύτερο λόγω λέπτυνσης της ουσίας, η οποία είναι πάντα η ίδια και απλώς διαφέρει κατά την κίνηση και τη στάση. Και η μεταβολή αυτή δεν γίνεται αναγκαστικά από κάπου εξωτερικά, αλλά το μεν όλον μεταβάλλεται στα μέρη, τα δε μέρη στο όλον λόγω της ενότητας του παντός.» Είναι πραγματικά εκπληκτικός ο τρόπος που προσεγγίζει ο Απολλώνιος τον υλικό-αισθητό κόσμο, τη ζωή και τον θάνατο, όπως είναι και εκπληκτική η ακρίβεια που αυτή η προσέγγιση συγκλίνει με τις νεότερες επιστήμες. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τη θεωρία της σχετικότητας, η ύλη δεν αποτελεί τίποτα άλλο, παρά έναν καμπυλωμένο χώρο τριών διαστάσεων και όσον αφορά τον δικό μας κόσμο, ο αισθητός από εμάς κόσμος αποτελεί την καμπύλωση του τρισδιάστατου συμπαντικού χώρου, που αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας, στην τέταρτη διάσταση, αυτήν του χρόνου. Αυτό σημαίνει ότι η ύλη υπάρχει σαν αισθητή πραγματικότητα, αν η τιμή της διάστασης χρόνος βρίσκεται μεταξύ μίας ελάχιστης και μίας μέγιστης τιμής και άρα η αυξομείωση της καμπυλότητας μίας περιοχής ενός χώρου τριών διαστάσεων σηματοδοτεί τη γέννηση, την εξέλιξη και τον θάνατο μίας υλικής ύπαρξης. Για τις σύγχρονες επιστήμες, καμπυλότητα μίας περιοχής θεωρείται η πυκνότητα της ενέργειας και συνεπώς μπορούμε να πούμε ότι ύλη είναι μία περιοχή με μεγάλη πυκνότητα ενέργειας και κατ’ ακολουθίαν ότι η εξέλιξη μίας υλικής ύπαρξης εξαρτάται από τις μεταβολές της πυκνότητας της ενέργειάς της. Έτσι, ζωή είναι η πύκνωση της ενέργειας σε ψευδαισθητική ύλη και θάνατος η λέπτυνσή της και πάλι στη μόνη υπάρχουσα άπειρη Ολότητα!
Οι ορίζοντες της γνώσης μας σήμερα έχουν διευρυνθεί ιδιαίτερα μέσα από τις νεότερες επιστήμες και γι’ αυτό τα κορυφαία γεγονότα μίας ανθρώπινης ύπαρξης, αυτά της γέννησης και του θανάτου, παίρνουν τις πραγματικές τους διαστάσεις και γίνονται κατανοητά μέσα από μία τελείως διαφορετική θεώρηση, όπως είδαμε και παραπάνω, έτσι ώστε αυτή τελικά να συγκλίνει απόλυτα, κατά θαυμαστό μάλιστα τρόπο, με τις δοξασίες των αρχαίων σοφών. Προς επιβεβαίωση για άλλη μία φορά, δείτε παρακάτω πως ακυρώνεται ο μέγιστος των φόβων, αυτός του θανάτου, από τον μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο Επίκουρο («Επιστολή προς Μενοικέα»): «Κοίτα να συνηθίσεις στην ιδέα ότι ο θάνατος για μας είναι ένα τίποτα. Κάθε καλό και κάθε κακό βρίσκεται στην αίσθησή μας, όμως θάνατος σημαίνει στέρηση της αίσθησης. Γι’ αυτό η σωστή εκτίμηση ότι ο θάνατος δεν σημαίνει τίποτα για μας, μας βοηθά να χαρούμε τη θνητότητα του βίου, όχι επειδή μας φορτώνει αμέτρητα χρόνια αλλά γιατί μας απαλλάσσει από τον πόθο της αθανασίας. Δεν υπάρχει, βλέπεις, τίποτα το φοβερό στη ζωή του ανθρώπου που έχει αληθινά συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχει τίποτα το φοβερό στο να μη ζεις. Άρα είναι ανόητος αυτός που λέει ότι φοβάται τον θάνατο, όχι γιατί θα τον κάνει να υποφέρει όταν έρθει, αλλά επειδή υποφέρει με την προσδοκία του θανάτου. Γιατί ότι δεν σε στεναχωρεί όταν είναι παρόν, δεν υπάρχει λόγος να σε στεναχωρεί όταν το προσδοκείς. Το πιο ανατριχιαστικό, λοιπόν, από τα κακά, ο θάνατος, είναι ένα τίποτα για μας, ακριβώς επειδή όταν υπάρχουμε εμείς αυτός είναι ανύπαρκτος, κι’ όταν έρχεται αυτός είμαστε ανύπαρκτοι εμείς. Ο θάνατος λοιπόν δεν έχει να κάνει ούτε με τους ζωντανούς ούτε με τους πεθαμένους, αφού για τους ζωντανούς δεν υπάρχει, ενώ οι τελευταίοι δεν υπάρχουν πια. Βέβαια, οι πολλοί άλλοτε πασχίζουν να αποφύγουν τον θάνατο σαν να είναι η πιο μεγάλη συμφορά, κι’ άλλοτε τον αποζητούν για ν’ αναπαυθούν από τα δεινά της ζωής. Απεναντίας ο σοφός ούτε τη ζωή απαρνιέται ούτε την ανυπαρξία φοβάται. Γιατί δεν του είναι δυσάρεστη η ζωή αλλά ούτε και θεωρεί κακό το να μη ζει. Κι’ όπως με το φαγητό δεν προτιμά σε κάθε περίπτωση το πιο πολύ μα το πιο νόστιμο, έτσι και με τη ζωή, δεν απολαμβάνει τη διαρκέστερη μα την ευτυχέστερη. Κι’ είναι αφελής όποιος προτρέπει τον νέο να ζει καλά και τον γέρο να δώσει ωραίο τέλος στη ζωή του, όχι μόνο γιατί η ζωή είναι ευπρόσδεκτη, αλλά γιατί το να ζεις καλά και να πεθαίνεις καλά είναι μία και η αυτή άσκηση».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Δρ Ιωάννη Δαύρου "ΟΛΟΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ"



Δείτε και το παρακάτω σχετικό βίντεο:



Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΣΗ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ...
  • Blogger Comments
  • Facebook Comments

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Item Reviewed: Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΙ Η ΑΡΧΑΙΑ ΓΝΩΣΗ ΣΥΓΚΛΙΝΟΥΝ ΚΑΙ ΠΑΛΙ... Rating: 5 Reviewed By: Ioannis Davros
Top