Κάθε μέρα ξυπνάμε την ίδια ώρα, τρώμε το ίδιο πρωινό, κάνουμε την ίδια διαδρομή για να φτάσουμε στη δουλειά μας, συναντάμε τα ίδια πρόσωπα, πηγαίνουμε στα ίδια μέρη, ασχολούμαστε με τα ίδια πράγματα, ξανά και ξανά και ξανά. Έτσι, ζούμε όντας εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο ζωής και συναισθημάτων.
Όταν
κάνουμε συνέχεια τις ίδιες σκέψεις και έχουμε τα ίδια συναισθήματα,
ορίζουμε τον εαυτό μας σύμφωνα με αυτά. Πώς περιμένουμε, λοιπόν, να
ορίσουμε το μέλλον μας, εάν καθημερινά ζούμε στο παρελθόν; Όπως εξηγεί
στο βιβλίο του Σπάσε τη Συνήθεια να Είσαι ο Εαυτός Σου
(εκδ. Link Media) ο διάσημος συγγραφέας, ερευνητής και εναλλακτικός θεραπευτής Τζο
Ντισπένζα, απαραίτητο στοιχείο για να δούμε τη ζωή μας να αλλάζει είναι
να αναθεωρήσουμε όσα πιστεύουμε για τη φύση της πραγματικότητας
επαναπρογραμματίζοντας τον εγκέφαλό μας. Για να καταλάβουμε πώς θα γίνει
αυτό, πρέπει να γνωρίσουμε πρώτα τον …κβαντικό εαυτό μας!
Εγώ και τα κβάντα
«Οι πρώτοι φυσικοί χώριζαν τον κόσμο σε ύλη και νου, ενώ οι πιο
σύγχρονοι σε ύλη και ενέργεια» εξηγεί στο βιβλίο του ο Δρ Τζο Ντισπένζα
και προσθέτει: «Πίστευαν δηλαδή ότι κάθε μέλος των δυαδικών αυτών
μοντέλων είναι ξεχωριστό από το άλλο, κάτι που δεν ισχύει! Παρ’ όλα αυτά
η δυαδικότητα νου και ύλης αποτέλεσε τη βάση στην οποία στηρίχτηκε η
αρχική κοσμοθεωρία του ανθρώπου, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα
είναι στην ουσία προκαθορισμένη και ο άνθρωπος δεν μπορεί να την αλλάξει
με τις πράξεις του, πόσο μάλλον με τις σκέψεις του».
Τα έργα επιστημόνων-φιλοσόφων, όπως ο Ρενέ Ντεκάρτ στην αρχή και ο
Ισαάκ Νεύτων στη συνέχεια, εδραίωσαν την πεποίθηση ότι η πραγματικότητα
λειτουργεί βάσει των αρχών της μηχανικής, παγιώνοντας, κατά τον
συγγραφέα, την αντίληψη ότι ο άνθρωπος μπορεί να επηρεάσει ελάχιστα την
έκβαση των πραγμάτων. Περίπου 200 χρόνια αργότερα ο Άλμπερτ Αϊνστάιν
διατύπωσε την περίφημη θεωρία της σχετικότητας (Ε=mc2) με την οποία
απέδειξε ότι η ύλη μπορεί να μετατραπεί σε ενέργεια και το αντίστροφο,
υπονομεύοντας τα θεμέλια των θεωριών του Ντεκάρτ και του Νεύτωνα και
ανοίγοντας τον δρόμο για περισσότερες έρευνες. «Γρήγορα έγινε αντιληπτό
ότι το δυαδικό καρτεσιανό και νευτώνειο μοντέλο ήταν ελλιπές ως προς το
πιο βασικό επίπεδο: το υποατομικό (αναφέρεται στα σωματίδια, ηλεκτρόνια,
πρωτόνια, νετρόνια και λοιπά που απαρτίζουν τα άτομα, τα οποία
αποτελούν τα δομικά στοιχεία όλων των φυσικών σωμάτων). Τα θεμελιώδη συστατικά του λεγόμενου φυσικού κόσμου είναι τα κύματα
(ενέργεια) και τα σωματίδια (ύλη), ανάλογα πάντα με τη νοητική επίδραση
που ασκεί ο παρατηρητής. Για την κατανόηση της λειτουργίας του κόσμου
χρειάστηκε να εξετάσουμε τα μικρότερα συστατικά του» αναφέρεται στο
βιβλίο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία γεννήθηκε η επιστήμη της κβαντικής
φυσικής.
Στο κβαντικό μοντέλο τα άτομα αποτελούνται κατά 99,99999% από
ενέργεια. Το υπόλοιπο, απειροελάχιστο 0,00001% είναι ύλη. Όπως εξηγεί ο
συγγραφέας, οι κβαντικοί φυσικοί ανακάλυψαν ότι ο παρατηρητής μπορεί να
επηρεάσει τη συμπεριφορά των σωματιδίων και της ύλης. Εν ολίγοις δεν
είμαστε απλοί παρατηρητές του υλικού κόσμου, αλλά έχουμε τη δυνατότητα
να τον επηρεάσουμε. «Με άλλα λόγια, εάν μπορούμε να φανταστούμε ένα
μελλοντικό γεγονός της ζωής μας το οποίο βασίζεται στις προσωπικές
επιθυμίες μας, τότε η πραγματικότητα αυτή υπάρχει ήδη ως πιθανότητα στο
κβαντικό πεδίο» επισημαίνει ο ίδιος.
Υπάρχει, δηλαδή, η ζωή που ονειρευόμαστε και το μόνο που πρέπει να
κάνουμε είναι να την παρατηρήσουμε. Για να εισέλθουμε όμως στο πεδίο
αυτό -που υπάρχει πέρα από τον χώρο και τον χρόνο- χρειάζεται να
αποκτήσουμε παρόμοια υπόσταση με εκείνο. Θα πρέπει, λοιπόν, αρχικά να
κυριαρχήσουμε σε ό,τι ο συγγραφέας αποκαλεί «μεγάλη τριάδα»: το
περιβάλλον, το σώμα και τον χρόνο.
Στο δρόμο προς μια νέα υπόσταση
Το πρώτο εμπόδιο στην επαφή μας με το κβαντικό πεδίο είναι το
περιβάλλον μας. Η ζωή μας είναι μια ρουτίνα. Αυτό που κάνουμε κάθε μέρα
είναι να αναπαράγουμε εικόνες του παρελθόντος. «Εάν επομένως το
περιβάλλον μας δεν αλλάζει και εμείς αντιδρούμε διαρκώς με τον ίδιο
τρόπο, τότε, σύμφωνα με το κβαντικό μοντέλο για την πραγματικότητα, δεν
παράγουμε ακριβώς τα ίδια αποτελέσματα;» αναρωτιέται ο συγγραφέας.
Η αλλαγή ξεκινάει από τον νου μας. Η θετική σκέψη όμως δεν αρκεί για
να υπερνικήσουμε τα αρνητικά συναισθήματα. Το μυαλό πρέπει να συμφωνεί
με το σώμα, το οποίο είναι το δεύτερο εμπόδιο για την επαφή με τον
κβαντικό εαυτό μας. Όταν κάνουμε μια ευχάριστη ή δυσάρεστη σκέψη, ο
εγκέφαλός μας παράγει χημικές ουσίες οι οποίες προκαλούν τα ανάλογα
συναισθήματα και «όταν αρχίζουμε να νιώθουμε σύμφωνα με τις σκέψεις μας,
ξεκινάμε να σκεφτόμαστε και με βάση τα συναισθήματά μας» γράφει ο Δρ
Ντισπένζα. «Αυτός ο συνεχώς ανατροφοδοτούμενος κύκλος ονομάζεται
υπόσταση. Η υπόσταση δηλώνει ότι έχουμε εξοικειωθεί με έναν δεδομένο
τρόπο σκέψης και με συγκεκριμένα συναισθήματα, τα οποία έχουν γίνει
μέρος της ταυτότητάς μας» διευκρινίζει.
Για παράδειγμα, καθώς πηγαίνουμε στο γραφείο, θυμόμαστε μια έντονη
διαφωνία που είχαμε με ένα συνάδελφό μας. Όταν κάνουμε αυτές τις
σκέψεις, ο εγκέφαλός μας απελευθερώνει χημικές ουσίες που μας οδηγούν να
αισθανόμαστε έτσι ακριβώς όπως σκεφτόμαστε. Πιθανόν να νευριάσουμε.
Το σώμα μας τότε στέλνει πίσω στον εγκέφαλο το μήνυμα ότι είμαστε
εκνευρισμένοι. Ο εγκέφαλός μας επηρεάζεται από αυτή την αλλαγή
συναισθήματος και μπαίνουμε σε ένα φαύλο κύκλο. «Υποσυνείδητα ενισχύουμε
το ίδιο συναίσθημα κάνοντας σκέψεις θυμού και απογοήτευσης οι οποίες
μας ωθούν να νιώθουμε περισσότερο θυμωμένοι και απογοητευμένοι. Το
αποτέλεσμα είναι τα συναισθήματά μας να ελέγχουν τώρα τη σκέψη μας και
το σώμα μας να καθοδηγεί το μυαλό» αναφέρει. Το σώμα μας έχει μάθει να
αισθάνεται με ένα συγκεκριμένο τρόπο και δεν μας επιτρέπει να ατενίσουμε
το μέλλον και να προχωρήσουμε στην αλλαγή.
Για να σπάσουμε επομένως τη συνήθεια και για να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει
να προγραμματίσουμε το σώμα μας σε μια καινούρια νοητική υπόσταση. Η
νευροεπιστήμη έχει αποδείξει ότι μπορούμε να αλλάξουμε τη νοητική μας
υπόσταση αρκεί να σκεφτούμε διαφορετικά. Μια σειρά από πειράματα που
έχουν γίνει στη διάρκεια των χρόνων δείχνουν ότι μέσα από τη νοερή
πρόβα, όπως ονομάζεται η φανταστική επανάληψη μιας πράξης (π.χ. το να
παίζεις πιάνο ή ακόμα και να γυμνάζεις με τον νου σου τα δάχτυλα ή τους
μυς), μπορούμε να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε διαφορετικά, αλλά και να
αλλάξουμε το σώμα μας χωρίς να κάνουμε κάτι σε αυτό. Κατά τη νοερή πρόβα
τα κυκλώματα του εγκεφάλου έχουν τη δυνατότητα να αυτοοργανωθούν από
την αρχή.
Οι σκέψεις μας μπορούν να γίνουν τόσο αληθινές και ο εγκέφαλός μας να
αλλάξει σε τέτοιο βαθμό λες και το γεγονός έχει πραγματοποιηθεί. Η
διαφορετική σκέψη, όμως, απαιτεί από εμάς να επανεξετάσουμε ό,τι
θεωρούσαμε δεδομένο μέχρι πρότινος.
Η επιγενετική επιστήμη
Για να αλλάξουμε, είναι απαραίτητο να ξεφύγουμε από τα όρια του
γενετικού… μύθου. Έχει ήδη αποδειχτεί από τους επιστήμονες ότι το
περιβάλλον, ενεργοποιώντας συγκεκριμένα γονίδια, είναι υπαίτιο για τις
πιο πολλές ασθένειες. «Σήμερα γνωρίζουμε ότι οι περισσότερες παθήσεις σε
ποσοστό μικρότερο του 5% οφείλονται σε διαταραχή κάποιου μεμονωμένου
γονιδίου, ενώ το 95% περίπου σχετίζεται με τον τρόπο ζωής, το χρόνιο
άγχος και τους τοξικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες» εξηγεί ο Δρ
Ντισπένζα. Θα μπορούσαμε, άραγε, αλλάζοντας την εσωτερική μας υπόσταση,
να υπερνικήσουμε το στρεσογόνο περιβάλλον αποτρέποντάς το από το να
ενεργοποιήσει τα συγκεκριμένα γονίδια;
Η απάντηση για τον Τζο Ντισπένζα βρίσκεται στην επιστήμη της
επιγενετικής, σύμφωνα με την οποία δεν είμαστε έρμαια του γενετικού μας
κώδικα, αφού οι εξωτερικοί παράγοντες επηρεάζουν καθοριστικά τα γονίδιά
μας. Όπως λέει, «αλλάζοντας τις σκέψεις, τα συναισθήματα, τις
αντιδράσεις και τις συμπεριφορές μας (παραδείγματος χάρη, επιλέγοντας
έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής), στέλνουμε στα κύτταρά μας καινούρια
σήματα, που έχουν αποτέλεσμα μια διαφορετική γονιδιακή έκφραση, χωρίς
όμως αλλαγή του γενετικού σχεδίου. Ενώ, λοιπόν, ο κώδικας του DNA
παραμένει ίδιος, τα κύτταρα λαμβάνοντας νέες πληροφορίες ενεργοποιούνται
με διαφορετικό τρόπο». Δεν μένει παρά ένα τελευταίο εμπόδιο στο δρόμο
μας προς την αλλαγή.
Ο χρόνος είναι τώρα
Ζούμε μια ζωή τρέφοντας προσδοκίες για το μέλλον ή αναβιώνοντας
πράγματα από το παρελθόν. Αυτό μας οδηγεί να ζούμε σε διαφορετικό χρόνο
από τον παρόντα. Η τρίτη τροχοπέδη, λοιπόν, στην επαφή μας με την
κβαντική πραγματικότητα είναι ο χρόνος. Πρέπει να δώσουμε τη δυνατότητα
στον εαυτό μας να ζήσει ένα καινούριο μέλλον στο παρόν, έτσι ώστε να
βιώσει την παρούσα στιγμή τα αισθήματα ευεξίας που ένα μεταγενέστερο
γεγονός μπορεί να προκαλέσει. Δεν περιμένουμε το μέλλον. Το ζούμε τώρα.
Στο επίκεντρο αυτής της προσπάθειας βρίσκεται πάντα το μυαλό μας. Για
να καταφέρουμε να σπάσουμε τη συνήθεια να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει
να βρούμε μια κατάσταση στην οποία ο χρόνος, ο χώρος και το σώμα μας δεν
θα μπορούν να μας επηρεάσουν. Υπάρχει, όμως, κάποιος τρόπος για να
έρθουμε σε επαφή με το μυαλό μας αποφεύγοντας το περιβάλλον και το σώμα
μας; Ο συγγραφέας απαντά καταφατικά και προτείνει ως λύση το διαλογισμό.
Η συγκεκριμένη μέθοδος μας δίνει τη δυνατότητα να αλλάξουμε το μυαλό
μας, το σώμα μας και την υπόστασή μας.
Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, «με το διαλογισμό μπορούμε να
εγκαταστήσουμε τον απαραίτητο νευρολογικό εξοπλισμό για μια αλλαγή».
Μπορεί η συζήτηση περί κβαντικής πραγματικότητας να μοιάζει λίγο έξω από
την πραγματικότητά μας, τα οφέλη του διαλογισμού όμως έχουν
αναγνωριστεί και πέρα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου. Όντως υπάρχει
ένα είδος διαλογισμού που έχει στόχο να μας βοηθήσει να επικεντρωθούμε
στο παρόν.
Mindfulness meditation
«Ενσυνειδητότητα σημαίνει να δίνεις προσοχή στις εμπειρίες του
παρόντος και με ειλικρίνεια, περιέργεια και προθυμία να βρίσκεσαι εκεί,
να μαθαίνεις να εστιάζεις στο τώρα, να μη χάνεσαι στο παρελθόν, ούτε στο
μέλλον» εξηγεί στο ELLE η Νταϊάνα Γουίνστον, διευθύντρια εκπαίδευσης
στην ενσυνειδητότητα στο Κέντρο Ενσυνειδητότητας του Πανεπιστημίου της
Καλιφόρνιας. «Όταν το μυαλό μας ταξιδεύει στο παρελθόν ή στο μέλλον,
αυτό οδηγεί σε άγχος, κατάθλιψη και κάθε άλλου είδους ανησυχίες και
προβληματισμούς» διευκρινίζει.
Η λύση μπορεί να είναι ο ενσυνείδητος διαλογισμός. Ανάμεσα στα οφέλη
που προσφέρει είναι η βελτίωση της σωματικής και της ψυχικής υγείας,
καθώς και των νοητικών μας λειτουργιών. Έρευνα που δημοσιεύτηκε το 2011
από ομάδα του Γενικού Νοσοκομείου της Μασαχουσέτης με επικεφαλής τη Δρ
Σάρα Λαζάρ έδειξε ότι 8 εβδομάδες ενσυνείδητου διαλογισμού μπορούν να
προκαλέσουν σημαντικές αλλαγές σε περιοχές του εγκεφάλου που σχετίζονται
με τη μνήμη, την αυτεπίγνωση, την ενσυναίσθηση και το στρες. Σύμφωνα με
την Νταϊάνα Γουίνστον, «χάρη σε αυτόν οι άνθρωποι είναι πιο χαλαροί και
παρόντες στη ζωή τους και λιγότερο αντιδραστικοί».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου