Σε κάθε άνθρωπο,
όπως και σε κάθε ζωντανό οργανισμό, υπάρχει μία έμφυτη τάση διαστολής της ύπαρξής
του, ως ενεργειακής οντότητας, προς τον κόσμο, λόγω της ανάγκης της ζωής μέσα
του να επεκταθεί από τον εαυτό προς το ευρύτερα υπάρχον. Όταν βρίσκεται, σαν
ύπαρξη, σε κατάσταση διαστολής, είναι συνδεδεμένος και σε αρμονία με την
Ολότητα και συνεπώς βιώνει την ευτυχία και την πλήρη ισορροπία σαν ενεργειακή
υπόσταση, που γίνεται έκδηλη στο σώμα σαν κατάσταση υγείας. Αντίθετα, όταν
βρίσκεται σε κατάσταση συστολής, αποσυνδέεται από την Ολότητα και αυτή η
δυσαρμονία με την απώτερη ουσία οδηγεί στη νοητική-ενεργειακή ανισορροπία, η
οποία τελικώς σε φυσικό επίπεδο εκφράζεται σαν δυστυχία, ή ασθένεια.
Τα ευχάριστα
ερεθίσματα αποτελούν κίνητρα για το άνοιγμα και τον συντονισμό του εαυτού προς το
ευρύτερο Όλον, αφού προκαλούν την ανάγκη για διαστολή και κίνηση από τον εαυτό
προς τον κόσμο, ενώ αντίθετα τα δυσάρεστα ερεθίσματα περιορίζουν στην
ατομικότητα της ύπαρξης και επιφέρουν συστολή. Υπάρχουν, λοιπόν, δύο κορυφαίες
τάσεις κάθε οργανισμού, όπως και του ανθρώπου, η τάση για διαστολή και η τάση
για συστολή. Η τάση για διαστολή στον άνθρωπο συσχετίζεται, εκτός των άλλων,
αφ’ ενός με τη σεξουαλικότητα, σαν ροπή προς την ενότητα και την αύξηση και αφ’
ετέρου με την τάση της ενεργειακής φύσης να επεκταθεί προς τα έξω και από τον
εαυτό προς τον κόσμο. Στην κατάσταση αυτή σε σωματικό και ψυχικό επίπεδο,
παρουσιάζεται αύξηση του τόνου του παρασυμπαθητικού του αυτόνομου νευρικού
συστήματος, η οποία οδηγεί στην έκκριση συγκεκριμένων ορμονών από τους
ενδοκρινείς αδένες, όπως είναι η ωκυτοκίνη και η προγεστερόνη, ενώ στις
συνάψεις των νεύρων εκκρίνονται οι νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και ντοπαμίνη
και έτσι επικρατούν συναισθήματα ευχαρίστησης, ευφορίας, ή και έκστασης. Τέτοια
συναισθήματα νιώθουν τα παιδιά όταν θηλάζουν για παράδειγμα, ή οι άνθρωποι όταν
δημιουργούν, αγαπούν, κάνουν έρωτα, βρίσκονται σε οργασμό και γενικά όταν
κάνουν κάτι που τους ικανοποιεί και τους ευχαριστεί. Δηλαδή είναι συναισθήματα
που εκδηλώνονται στη βαθιά επαφή και τον συντονισμό του ανθρώπου με τον απώτερο
εαυτό του και τον κόσμο ολόκληρο και εκδηλώνονται ιδιαίτερα στη βαθιά
ψυχοσωματική επαφή με τους άλλους, στον έρωτα, στην αγάπη και στη δημιουργία
που αποδίδει κάτι ουσιαστικό. Όταν, όμως, υπό την επιρροή δυσάρεστου
ερεθίσματος, είτε εσωτερικού, είτε εξωτερικού προκύπτει συστολή έχουμε ακριβώς τα αντίθετα
αποτελέσματα. Συγκεκριμένα, η ενεργειακή φύση στρέφεται προς τα έσω, ο άνθρωπος
σαν ύπαρξη περιορίζεται στον εαυτό και το σώμα φαίνεται να αντιδρά με αύξηση του
τόνου του συμπαθητικού του αυτόνομου νευρικού συστήματος, με αποτέλεσμα τη
διέγερση των επινεφριδίων και την έκκριση ορμονών, όπως η αδρεναλίνη, οι
κατεχολαμίνες, καθώς και η κορτιζόλη. Σ’ αυτήν την κατάσταση επικρατούν
συναισθήματα άγχους, έντασης, ανησυχίας, φόβου και στο γενετήσιο πεδίο
προκύπτουν προβλήματα, όπως σεξουαλικές δυσλειτουργίες, έλλειψη οργασμού,
αδυναμία χαλάρωσης μετά τον οργασμό κ.ά. Σ’ αυτούς, που βρίσκονται σε κατάσταση
παρατεταμένης συστολής και λόγω αυτής σε χρόνια συμπαθητική διέγερση,
εμφανίζεται αδυναμία για άντληση ευχαρίστησης και ηδονής, ακόμη και αν υπάρχει
εξωτερικό ερέθισμα, καθώς παρουσιάζουν ανελαστικότητα στην κίνησή τους μεταξύ
διαστολής και συστολής, αδυνατούν να διευρύνουν την ύπαρξή τους και έτσι κατατείνουν
στην ανισορροπία πρωταρχικά στο νοητικό-ενεργειακό πεδίο, στον ψυχισμό και τελικώς
στο σώμα. Ο περιορισμός αυτός, που βασικά οφείλεται στην κινητοποίηση των
μηχανισμών άμυνας του ανθρώπου έχει επίπτωση και σε ψυχικό και σε σωματικό
επίπεδο. Σε ψυχικό επίπεδο, εγκλωβίζει τα συναισθήματα και τα «αφυδατώνει» από
τη δύναμή τους, με συνέπεια ο άνθρωπος να δυσκολεύεται να αγαπήσει και να χαρεί
από οτιδήποτε ευχάριστο συμβαίνει γύρω του, να βλέπει μόνο την αρνητική πλευρά
και να κάνει συνεχώς αρνητικές σκέψεις, ενώ μπορεί να έχει διάφορες διαταραχές,
όπως αδυναμία συγκέντρωσης, σύγχυση, εμμονές, ιδεοληψίες, αϋπνίες κλπ. Σε
σωματικό επίπεδο, ο περιορισμός λόγω συστολής εκφράζεται ως η λεγόμενη
αντίδραση «μάχης ή φυγής», η οποία εκδηλώνεται κυρίως με τον μυϊκό σπασμό και
τη διέγερση συγκεκριμένων μυϊκών ομάδων, όπως και με την έκκριση των λεγόμενων
ορμονών του στρες, που έχουν σαν σκοπό να θέσουν τον οργανισμό, ως κατάλοιπο
ενός πρωτόγονου μηχανισμού, σε κατάσταση αυξημένης ετοιμότητας λόγω επικειμένου
(συνήθως φανταστικού) κινδύνου. Έτσι, ο οργανισμός παγιδεύεται σε μόνιμη
συρρίκνωση και συμπαθητικοτονία, με ότι αυτό συνεπάγεται στις σωματικές
λειτουργίες του, που βρίσκονται σε κατάσταση συνεχούς κινητοποίησης. Σε
ενεργειακό επίπεδο, όπου βρίσκεται και το κλειδί της όλης ανισορροπίας, η
ενέργεια τελματώνεται, λιμνάζει και δεν ρέει ελεύθερα, με συνέπεια περιοχές που
παρουσιάζουν στασιμότητα της ενέργειας να ρέπουν προς την ασθένεια και έτσι
τελικώς να εμφανίζονται τα νοσήματα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου